δεβλέτι — το το δοβλέτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ντοβλέτι] … Dictionary of Greek
ντοβλέτι — και δοβλέτι, το (ιδίως για την Τουρκία) κράτος, κυβέρνηση, επικράτεια («αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. devlet] … Dictionary of Greek